- αντάρτικος
- κ. -κός, -ή, -ό [αντάρτης]1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τους αντάρτεςΙ. το ουδ. ως ουσ. το αντάρτικο1. το σύνολο των ανταρτών μιας περιοχής2. η περιοχή την οποία ελέγχουν οι αντάρτεςII. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αντάρτικα1. η ανταρσία, η επανάσταση2. τα τραγούδια των ανταρτών.
Dictionary of Greek. 2013.